όποιος

όποιος
-α, -ο (Μ ὅποιος, -α, -ον)
(αναφ. αντων.) εκείνος που, αυτός που (α. «όποιος είναι έξω απ' τον χορό πολλά τραγούδια ξέρει», παροιμ.
β. «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τόν τρών' οι κότες», παροιμ.)
νεοελλ.
(ως αόρ. αντων.)
1. οποιοσδήποτε («όποιος κι αν είσαι μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω», Βαλαωρ.)
2. (με διάφορα μόρια) (με ή χωρίς άρθρο) (ο) οποιοσδήποτε, (η) οποιαδήποτε, (το) οποιοδήποτε
όποιος και αν τύχει, καθένας
3. φρ. «όποιος κι όποιος» — τυχαίος, ασήμαντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αορστλ.-αναφ. αντων. ὅποιος, -α, -ον έχει σχηματιστεί από την ερωτ. αντων. ποιος με το προθετικό -, χαρακτηριστικό τών αναφορικών και αόριστων αντωνυμιών (πρβλ. -πόσος, -πως, μσν. ὁκάποτε, ὁκάπου). Κατ' άλλη άποψη, όχι τόσο πιθανή, η αντων. ὅποιος έχει προέλθει από συνένωση τού άρθρου και τής ερωτ. αντων. ποῑος (βλ. και λ. οποίος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὁποῖος — of what sort masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οποίος — α, ο και οποιός, ά, ό (Α ὁποῑος, οία, ον, ιων. τ. ὁκοῑος, η, ον, επικ. τ. ὁπποῑος, η, ον, αρσ. κρητ. ὀτεῑος, Μ και ὁποιός, ά, ό) (αναφ. αντων.) αυτού τού είδους, ό,τι λογής, ποιας λογής νεοελλ. 1. (με άρθρο) (αναφ. αντων.) ο οποίος, η οποία, το… …   Dictionary of Greek

  • οποίος — οποία, οποίο αναφορ. αντων., όποιου είδους ή ποιότητας, που: Μην ακούς αυτόν ο οποίος δεν ξέρει τίποτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • όποιος — όποια, όποιο αναφορ. αντων., εκείνος που, οποιοσδήποτε, τέτοιος που: Μ όποιο δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σελ(λ)οποιός — ο, Ν τεχνίτης που κατασκευάζει σέλες, σελάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλ(λ)α + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • χὠποῖος — ὁποῖος , ὁποῖος of what sort masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁκοῖον — ὁποῖος of what sort masc acc sg (ionic) ὁποῖος of what sort neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁποιασοῦν — ὁποῖος of what sort fem acc pl ὁποῖος of what sort fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁποῖον — ὁποῖος of what sort masc acc sg ὁποῖος of what sort neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁποῖοσπερ — ὁποῖος , ὁποῖος of what sort masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”